- πρόστεγον
- (II)τὸ, Αενοίκιο οικίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθ. *πρόστεγος < προσ-* + -στεγος (< στέγη), πρβλ. ὑπό-στεγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόστεγο(ν) — (I) το, Ν ναυτ. υπόστεγο τού ανώτατου καταστρώματος στην περιοχή τής πλώρης το οποίο δεν συνδέεται με τις υπόλοιπες υπερκατασκευές τού πλοίου, κν. καμπούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στέγη. Η λ., στον λόγιο τ. πρόστεγον, μαρτυρείται από το 1897 στο… … Dictionary of Greek